- θρηνωδία
- η скорбная песнь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρηνῳδία — θρηνῳδίᾱ , θρηνῳδία lamentation fem nom/voc/acc dual θρηνῳδίᾱ , θρηνῳδία lamentation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνῳδίᾳ — θρηνῳδίαι , θρηνῳδία lamentation fem nom/voc pl θρηνῳδίᾱͅ , θρηνῳδία lamentation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνωδία — η (Α θρηνῳδία) [θρηνωδός] πένθιμο άσμα, μοιρολόγι, θρηνολογία … Dictionary of Greek
θρηνωδία — η πένθιμο τραγούδι, μοιρολόι, θρήνος και οδυρμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρηνῳδίας — θρηνῳδίᾱς , θρηνῳδία lamentation fem acc pl θρηνῳδίᾱς , θρηνῳδία lamentation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνῳδίαν — θρηνῳδίᾱν , θρηνῳδία lamentation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνῳδίαις — θρηνῳδία lamentation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέφθυς — Αιγυπτιακή θεότητα κατά την αρχαιότητα. Ήταν κόρη του Σεβ (Γη) και της Νουτ (Ουρανού), σύζυγος του Σετ, από τον οποίο γέννησε τον Άνουβη, και αδελφή του Όσιρη και της Ίσιδας. Στον περίφημο μύθο του Όσιρη, ο οποίος κατατεμαχίστηκε από τον Σετ, η Ν … Dictionary of Greek
δυσφημία — δυσφημία, η (AM) 1. βλαστήμια, ύβρις 2. αηδιαστικά λόγια αρχ. 1. διάδοση κακών λόγων 2. μεμψιμοιρία, θρηνωδία 3. κακή φήμη, κακό όνομα … Dictionary of Greek
θρηνοτράγουδο — το θρηνητικό τραγούδι, θρηνωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + τράγουδο (< τραγούδι), πρβλ. λιανο τράγουδο, πεζο τράγουδο] … Dictionary of Greek
θρηνωδικός — θρηνῳδικός, ή, όν (Α) [θρηνωδία] αυτός που αρμόζει στον θρήνο, στο μοιρολόγι … Dictionary of Greek